διεκτείνω

διεκτείνω
διεκτείνω (Α) [εκτείνω]
τεντώνω, εκτείνω απ' άκρη σ' άκρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διέκταση — η (Α διέκτασις) [διεκτείνω] νεοελλ. το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρεμβάλλεται μέσα σε συνηρημένη λέξη και αμέσως πριν από το φωνήεν, που προέρχεται από συναίρεση, ένα άλλο φωνήεν ταυτόφωνο αλλά διαφορετικού χρόνου (π.χ. φόως φως) αρχ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”